Περιφέρεια:
Περιφερειακή Ενότητα:
Δήμος:
Θέση:
Τι αφορά:
Θέμα:
Κωδικός:
Φωτογραφίες:
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ
ΑΡΓΟΥΣ - ΜΥΚΗΝΩΝ
ΑΡΓΟΣ
ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΡΙΑΤΣΕ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
1628
ΓΚΑΝΙΔΗΣ ΔΗΜΟΣ
Τα αγάλματα των πολεμιστών που κοσμούσαν την αρχαία Αγορά της πόλης του Άργους και προέρχονται από την μεγάλη σχολή γλυπτών του Αργείου Αγελάδα, υποδέχθηκε το Άργος.
H τοποθέτηση των δύο αγαλμάτων -που είναι πιστά αντίγραφα των πρωτότυπων- έγινε σε δύο βάσεις, αντικριστά το ένα με το άλλο, σε επιλεγμένο σημείο του κέντρου του Άργους.
Τα δύο γλυπτά κατασκευάστηκαν σε ιταλικό εργαστήριο έπειτα από παραγγελία του Δήμου Άργους-Μυκηνών.
Τα πρωτότυπα βρέθηκαν σε ναυάγιο το 1972 στο Ριάτσε της Νότιας Ιταλίας και φιλοξενούνται σήμερα στο μουσείο στο Ρέτζιο ντι Καλάμπρια.
16/08/1972. Στη θαλάσσια περιοχή κοντά στο χωριό Ριάτσε της Καλαβρίας της Ιταλίας, ο χημικός Στέφανο Μαριοτίνι περνούσε την τελευταία ημέρα των καλοκαιρινών διακοπών του. Του άρεσε το ψάρεμα με ψαροντούφεκο και οι καταδύσεις. Ενώ έκανε κατάδυση στις ακτές της Καλαβρίας, παρατήρησε ένα ανθρώπινο χέρι θαμμένο στην άμμο σε βάθος 8-9 μέτρων. Όταν πλησίασε πιο κοντά, διαπίστωσε ότι ήταν χάλκινο άγαλμα. Μέσα σε δύο ώρες, είχε ανακαλύψει και ένα δεύτερο.
Ο Μαριοτίνι ειδοποίησε άμεσα τις αρχές και, μέσα σε λίγες ημέρες, τα δύο αγάλματα «είδαν» το φως του ήλιου. Ήταν σε πολύ καλή κατάσταση και είχαν καλυφθεί με φύκια και κοχύλια. Όπως αποκαλύφθηκε, ήταν δύο γυμνασμένοι και επιβλητικοί πολεμιστές.
Θεωρείται σίγουρο ότι στο αριστερό χέρι κρατούσαν ασπίδα, όπως φαίνεται από τις λαβές που έχουν σωθεί, ενώ στο δεξί χέρι μάλλον έφεραν ξίφος ή δόρυ. Το άγαλμα Α, με την ταινία (διάδημα) στα μακριά σγουρά μαλλιά του, θεωρείται πως αναπαριστά έναν άνδρα ακμαίο και πιο νέο ηλικιακά. Το άγαλμα Β, με το κορινθιακό κράνος και τα πιο κοντά μαλλιά, θεωρείται πως παραπέμπει σε έναν πιο μεγάλο ηλικιακά πολεμιστή.
Ο ένας έχει ύψος 2 μ. και ο άλλος 1,98 μ..
Το βάρος και των δύο αγαλμάτων έχει υπολογιστεί στα 160 κιλά.
Τα χείλη τους φτιάχτηκαν από κόκκινο χαλκό, τα δόντια του πολεμιστή Α από ασήμι και τα μάτια τους από ελεφαντόδοντο και γυαλί.
Όσον αφορά το πώς βρέθηκαν λίγο έξω από την Ιταλία, εικάζεται πως ήταν λάφυρα των Ρωμαίων, αφότου εκείνοι κατέκτησαν την Ελλάδα τον 2ο αιώνα π.Χ..
Δύο είναι οι επικρατέστερες εκδοχές για το πλοίο: είτε ναυάγησε, αν και δεν βρέθηκαν απομεινάρια, είτε ήρθε αντιμέτωπο με κακοκαιρία, οπότε το πλήρωμά του πέταξε τα αγάλματα στη θάλασσα, για να ελαφρώσουν το πλοίο και να σωθούν.
Οι πολεμιστές του Ριάτσε, όπως ονομάστηκαν, μεταφέρθηκαν αρχικά στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας. Φημισμένοι και με υψηλή τεχνογνωσία αρχαιολόγοι καθάρισαν και επιμελήθηκαν σχολαστικά τα δύο σπουδαία ευρήματα.
Τον Ιανουάριο του 1981, οι πολεμιστές του Ριάτσε εκτέθηκαν στο μουσείο της Φλωρεντίας. Ακολούθως, παρουσιάστηκαν στο Ανάκτορο του Κυρινάλιου, που σήμερα λειτουργεί ως η επίσημη κατοικία του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας. Εν τέλει, μεταφέρθηκαν μόνιμα στο Εθνικό Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας στο Ρέτζο ή Ρήγιο της Καλαβρίας. Εκτίθενται σε ειδικά αντισεισμικά βάθρα, μέσα σε μια περιβαλλοντικά ελεγχόμενη αίθουσα, όπου η υγρασία δεν ξεπερνά το 40-50% και η θερμοκρασία είναι σταθερή στους 21 με 23°C. Πόλος έλξης μέχρι και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.
Οι πολεμιστές του Ριάτσε έγιναν σύντομα όχι μόνο τα διασημότερα εκθέματα του μουσείου, αλλά και σήμα κατατεθέν της πόλης του Ρηγίου. Προκάλεσαν ενθουσιασμό σε αρχαιολόγους και απανταχού λάτρεις της αρχαιότητας, ενώ, παράλληλα, μόνο αδιάφορο δεν άφησαν τον Τύπο της εποχής.
Έγιναν τόσο δημοφιλείς ώστε υπήρξε η σκέψη να μεταφερθούν στο Λος Άντζελες και να αποτελέσουν έκθεμα στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1984. Τελικά, ύστερα από έντονες αντιδράσεις των κατοίκων του Ρέτζο και συστάσεις των ειδικών, ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μπετίνο Κράξι αποφάσισε να παραμείνουν στην Ιταλία.
Ανάλογο σχέδιο υπήρξε και για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, αλλά δεν προχώρησε για τεχνικούς λόγους.
Οι ειδικοί δεν ομονοούν ως προς τον γλύπτη ή τους γλύπτες των πολεμιστών του Ριάτσε. Άλλοι θεωρούν πως δημιουργήθηκαν σε εργαστήριο της Αττικής και άλλοι σε εργαστήριο του Άργους.
Αρκετοί μελετητές αποδίδουν τα έργα στον Πολύκλειτο, χαλκοπλάστη με έδρα το Άργος. Κατά τον Γερμανό αρχαιολόγο, Βέρνερ Φουκς, ο Φειδίας κατασκεύασε τουλάχιστον έναν εκ των πολεμιστών του Ριάτσε. Σύμφωνα με τον Φουκς, οι πολεμιστές αποτελούσαν τμήμα ομαδικού αναθήματος 16 αγαλμάτων του Φειδία που έστησαν οι Αθηναίοι στους Δελφούς μετά τη νικητήρια μάχη του Μαραθώνα.
«Η πατούσα του αριστερού ποδιού και των δύο αγαλμάτων είναι 29,5 εκ., ένα μέτρο που χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι για γλυπτά αυτού του ύψους στον Παρθενώνα», είχε πει, μεταξύ άλλων, ο Φουκς στην εφημερίδα «Τα Νέα».
Από την πλευρά του, ο Έλληνας αρχαιολόγος, Γιώργος Δοντάς είχε εκφράσει την άποψη πως ο Μύρωνας είναι ο καλλιτέχνης πίσω από το γλυπτό Α και ο Αλκαμένης πίσω από το Β. Υποστήριξε, επίσης, ότι οι πολεμιστές του Ριάτσε προέρχονταν από το Μνημείο των Επώνυμων Ηρώων στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, το οποίο έφερε τα χάλκινα αγάλματα των μυθικών ηρώων των δέκα αθηναϊκών φυλών.
Οι διιστάμενες απόψεις των αρχαιολόγων αποτυπώθηκαν εύγλωττα στον Τύπο. Το μυστήριο της ταυτότητας και το λυγισμένο δάχτυλο που ίσως δίνει τη λύση Οι ειδικοί εμφανίζονται εξίσου διχασμένοι και για την ταυτότητα των δύο πολεμιστών. Κάποιοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για τον Τυδέα και τον Αμφιάραο, δύο από τους αρχηγούς των «Επτά επί Θήβας», και κάποιοι άλλοι για τους τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα. Μερικοί έκαναν λόγο για αναπαράσταση του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, των γιων του Οιδίποδα και της Ιοκάστης.
Τον Ιούλιο του 2022, με αφορμή τη συμπλήρωση 50 ετών από την ανακάλυψη των πολεμιστών του Ριάτσε, ο Γερμανός καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης, Βίντσεντζ Μπρίνκμαν παρουσίασε μια διαφορετική άποψη για την ταυτότητά τους. Συγκεκριμένα, παρατήρησε ότι ο δείκτης του αριστερού χεριού του Ριάτσε Β ήταν παράξενα λυγισμένος. «Ο λόγος πρέπει να είναι ότι κάποτε κρατούσε ένα τόξο με αυτό το χέρι και με το δείκτη του έπιανε ένα εφεδρικό βέλος, μια τεχνική που μπορεί να δει κανείς στην αρχαία τέχνη», ανέφερε ο Μπρίνκμαν στους Times του Λονδίνου. Σύμφωνα με το Γερμανό αρχαιολόγο, οι Θρακιώτες χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά τόξα στη μάχη κι όχι οι Έλληνες. Συνεπώς, ο Ριάτσε Β ήταν από τη Θράκη, φορούσε ένα κράνος με δέρμα αλεπούς και στο δεξί του χέρι κρατούσε τσεκούρι. Με βάση την ενδελεχή έρευνά τους, ο Μπρίνκμαν και οι συνεργάτες του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Ριάτσε Β αναπαριστά τον Εύμολπο, γιο του Ποσειδώνα και βασιλιά της Θράκης, ενώ ο Ριάτσε Α απεικονίζει τον Ερεχθέα, βασιλιά της Αθήνας που σκότωσε τον Εύμολπο, επειδή συμμάχησε με τους Ελευσίνιους.